- χαλκογόνο
- το, Νχημ. περιληπτική ονομασία τών τεσσάρων πρώτων χημικών στοιχείων, με σθένος 2, τής ομάδας τού οξυγόνου τού περιοδικού συστήματος, δηλαδή τού οξυγόνου, τού θείου, τού σεληνίου και τού τελλουρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chalcogen].
Dictionary of Greek. 2013.